χαροποτης

χαροποτης
    χαροπότης
    χᾰροπότης
    -ητος ἥ голубизна
    

(αἰθέριος, ὀμμάτων Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χαροποτης" в других словарях:

  • χαροπότης — brightness of eye fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαροπότης — ητος, ἡ, ΜΑ βλ. χαρωπότητα …   Dictionary of Greek

  • χαροπότητα — χαροπότης brightness of eye fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαροπότητι — χαροπότης brightness of eye fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαροπότητος — χαροπότης brightness of eye fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρωπότητα — η / χαροπότης, ότητος, ΝΜΑ [χαρωπός / χαροπός] νεοελλ. η ιδιότητα τού χαρωπού μσν. αρχ. (για τα μάτια) λαμπρότητα, λάμψη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»